- προῤῥητικός
- προῤ-ῥητικός, ή, όν, vorhersagend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προρρητικός — ή, όν, Α [πρόρρησις] 1. προφητικός 2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος τού να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα … Dictionary of Greek
προρρητικά — προρρητικός predictive neut nom/voc/acc pl προρρητικά̱ , προρρητικός predictive fem nom/voc/acc dual προρρητικά̱ , προρρητικός predictive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικῶν — προρρητικός predictive fem gen pl προρρητικός predictive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικόν — προρρητικός predictive masc acc sg προρρητικός predictive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικοῖς — προρρητικός predictive masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικοῦ — προρρητικός predictive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικῆς — προρρητικός predictive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικῇ — προρρητικός predictive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικῶς — προρρητικός predictive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προρρητικῷ — προρρητικός predictive masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿԱՆԽԱՍԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 1050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. προρρητικός vaticinans, praedicens. Կանխաւ ասօղ. գուշակօղ. *Կանխասաց մարգարէին, կամ մարգարէիցն: Կանխասաց եղեալ մրգարէին՝ ասէ. Լմբ. վերափոխ.: Զքր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)